Η χαρουπιά είναι ένα φυτό που προέρχεται από την περιοχή της Μεσογείου και έχει καλλιεργηθεί στην περιοχή, για σχεδόν τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Οι χαρουπιές πρέπει να προϋπήρχαν στην Κύπρο από τους προϊστορικούς χρόνους, αφού το νησί είναι στενά συνδεδεμένο με την προώθηση του χαρουπιού στον πολιτισμό. Το χαρούπι ονομαζόταν χαρακτηριστικά και ως ο «μαύρος χρυσός της Κύπρου», αφού αποτελούσε το προϊόν με τις μεγαλύτερες γεωργικές εξαγωγές του νησιού, και για ορισμένα χωριά, αποτελούσε την κυριότερη γεωργική δραστηριότητα και κυριότερη πηγή εισοδήματος.Για ένα σημαντικό αριθμό οικογενειών, αυτό ήταν το μοναδικό τους εισόδημα, ο πανάκριβος θησαυρός τους. Εισόδημα που έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς Κύπριους να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως το πρώτο πνευματικό και επιστημονικό άλμα του κυπριακού λαού έγινε στηριζόμενο στο «μαύρο χρυσό» της.
 
Μάλιστα, η Γερμανίδα αρχαιολόγος Magda Ohnefalsch-Richter, η οποία πέρασε πολλά χρόνια στο νησί, κατά την περίοδο 1894-1912, σχολίασε εκτενώς ότι, «χωρίς αυτό το δώρο της φύσης το νησί θα μπορούσε να είχε από καιρό κηρύξει πτώχευση». Επισήμανε ότι τα κυπριακά χαρούπια βαθμολογήθηκαν ως τα καλύτερα στον κόσμο, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας τους σε ζάχαρη.

Κατά την περίοδο 1962-66, ο μέσος αριθμός των χαρουπιών, σε οπωροφόρα κατάσταση, ήταν 2,4 εκατομμύρια. Αυτό, με τη σειρά του, απέδιδε κατά μέσο όρο 48.000 τόνους ή 20 κιλά χαρούπια ανά δένδρο. Η παραγωγή και εξαγωγή του χαρουπιού, παρέμεινε μια ακμάζουσα βιομηχανία, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, φτάνοντας στη μέγιστη εξαγωγή των 62,000 τόνων το 1968. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το εισόδημα άγγιζε τα δύο εκατομμύρια λίρες. Στη δεκαετία του 60 ́, η Κύπρος κατείχε την 3η θέση παγκοσμίως στην παραγωγή χαρουπιών, με την Ισπανία και την Ιταλία να κατέχουν την 1η και την 2η αντίστοιχα.

Λόγω της τουρκικής εισβολής όμως του 1974, χάθηκαν σημαντικές εκτάσεις χαρουπιών και η παραγωγή μειώθηκε σε ένα ετήσιο μέσο όρο της τάξης των 20.000 τόνων, κατά τη δεκαετία 1975-1985. Σήμερα, από τα 30.000 εκτάρια γης που υπήρχαν πριν το 1974, παραμένουν μόνο 1.700 εκτάρια χαρουπόδεντρων και καμία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανωμένη χαρουποφυτεία.