1. Βοτανική περιγραφή

Η χαρουπιά είναι δέντρο αείφυλλο, μέτριου ως μεγάλου μεγέθους (μπορεί να φθάσει τα 10 μέτρα ύψος), με βλάστηση κυρίως πλαγιόκλαδη, κόμη σφαιρική και δυνατούς βλαστούς με τραχύ φλοιό.
 
Τα φύλλα είναι σύνθετα, κατ΄ εναλλαγή, μήκους 10-20 εκατοστών. Έχουν χρώμα χαλκοκόκκινο στη νεαρή ηλικία και βαθυπράσινο όταν ωριμάσουν. Είναι λεία και δερματώδη και καλύπτονται από μία παχιά κηρώδη επίστρωση που αποτρέπει την υπερβολική απώλεια υγρασίας σε ημι-ξηρά κλίματα.
 
Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και ανθοφόρους (απλοί). Οι ανθοφόροι που βρίσκονται σε ξύλο του προηγούμενου χρόνου εκπτύσσονται το φθινόπωρο και δίνουν μονοστέλεχες ταξιανθίες ενώ, αυτοί που βρίσκονται σε ξύλο μεγαλύτερης ηλικίας, 3-15 χρόνων, δίνουν πολυστέλεχες ταξιανθίες. Οι οφθαλμοί στερούνται λεπίων (γυμνοί) αλλά περιβάλλονται από πυκνό τρίχωμα.
 
Τα άνθη είναι μικρά (μήκους 6-12 χιλιοστών), πολλαπλά, τοποθετημένα σπειροειδώς σε βοτρυοειδής ταξιανθίες, σε ξύλο ηλικίας 2-15 χρονών. Έχουν χρώμα πρασινοκόκκινο και δυσάρεστη οσμή (κυρίως τα αρσενικά). Φέρουν μόνο χνουδωτά σέπαλα και διακρίνονται σε αρσενικά, θηλυκά και ερμαφρόδιτα. Τα θυληκά φέρουν ένα βραχύστυλο ύπερο, τα αρσενικά 5 στήμονες. Τα ερμαφρόδιτα άνθη (τα οποία σπανίζουν), περιέχουν τόσο βραχύστυλο ύπερο όσο και στήμονες. Μόνο λίγα άνθη αποδίδουν καρπούς και σπάνια δημιουργούνται δύο καρποί ανά άνθος.
 
Η χαρουπιά είναι δίοικο δέντρο, για αυτό και τα θηλυκά άνθη φέρονται σε ξεχωριστά δέντρα από τα αρσενικά.
 
Ο καρπός είναι χέδρωπας, έχει σχήμα τοξοειδές, χρώμα καστανό και συρρικνωμένη, δερματώδη υφή (αφού ωριμάσει). Αποτελείται από 90% πούλπα του λοβού, πλούσια σε σακχαρόζη, γλυκόζη, κυτταρίνη και τανίνες και 10% από σπόρους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελείται από το περικάρπιο (σκληρό, δερματώδες περίβλημα) και το μεσοκάρπιο (σαρκώδες, πλούσιο σε σάκχαρα) ενώ περιέχει 10-16 σκληρά σπέρματα, γυαλιστερά και κεραμόχρωα. Χαρακτηριστικό των σπερμάτων είναι ότι έχουν όλα το ίδιο βάρος.
 
 
2. Έδαφος – Κλίμα

Η χαρουπιά δεν έχει ιδιαίτερες εδαφικές απαιτήσεις, είναι ανθεκτική στα άλατα και ευαίσθητη στα βαριά εδάφη τα οποία δεν έχουν καλό αερισμό. Θα πρέπει να καλλιεργείται σε βαθιά εδάφη καλής αποστράγγισης, μεγάλης υδατοϊκανότητας και γονιμότητας. Συστήνεται η καλλιέργεια να γίνεται σε επίπεδο έδαφος, τόσο για τον περιορισμό του κόστους εγκατάστασης και διαχείρισης της καλλιέργειας, όσο και για την προοπτική εκμηχάνισης της συγκομιδής.
 
Η χαρουπιά ευδοκιμεί και αποδίδει ικανοποιητικά σε θερμές, υποτροπικές περιοχές. Η βλαστητική ανάπτυξη του δέντρου μειώνεται αισθητά όταν οι θερμοκρασίες είναι κάτω των 10 0C ενώ ως είδος παρουσιάζει ευαισθησία στον παγετό. Συγκεκριμένα, θερμοκρασίες μεταξύ -4 0C και -7 0C είναι δυνατό να προκαλέσουν ζημιές στο φυτό, προκαλώντας ξήρανση όχι μόνο των νεαρών κλάδων αλλά και των παλαιότερων κλάδων ή ακόμη και ολόκληρης της κόμης. Αντίθετα, το φυτό δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ζημιά σε περίπτωση οι θερμοκρασίες ξεπεράσουν τους 40 0C.
 
Κατάλληλες περιοχές για φύτευση της χαρουπιάς θεωρούνται οι περιοχές με ήπιο χειμώνα, ήπια / ζεστή άνοιξη και θερμό / ξηρό καλοκαίρι. Αποφεύγονται κατά το δυνατό, παγετόπληκτες περιοχές ή περιοχές με υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 μέτρων. Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται ανεμόπληκτες περιοχές καθώς τα νεαρά δέντρα είναι επιρρεπή στους ισχυρούς ανέμους.
 
Οι καλύτερες συνθήκες ανάπτυξης για τη χαρουπιά, εντοπίζονται στις παράλιες περιοχές λόγω ευνοϊκότερων κλιματικών συνθηκών όπως είναι τα ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα ετήσιας βροχόπτωσης, τα χαμηλότερα επίπεδα καλοκαιρινών θερμοκρασιών και τα υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής υγρασίας σε σχέση με άλλες περιοχές που βρίσκονται στην ενδοχώρα. Νοουμένου ότι θα εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες νερού για άρδευση, δεν υπάρχει περιορισμός στην επέκταση της καλλιέργειας στην ενδοχώρα, ακόμη και σε περιοχές με χαμηλή βροχόπτωση αλλά πάντα σε υψόμετρο σε περιοχές με υψόμετρο όχι πέραν των 600 μέτρων.
 

3. Εγκατάσταση φυτείας
3.1. Προπαρασκευαστικές εργασίες

Στο τεμάχιο που έχει επιλεγεί για να εγκατασταθεί η φυτεία, πρέπει να προηγηθεί ανάλυση για τη σύσταση του εδάφους με τον προσδιορισμό των ποσοστών αργίλου, ιλύος (πηλού) και άμμου, ώστε να διαπιστωθεί αν το έδαφος είναι κατάλληλο για την εγκατάσταση της φυτείας. Επίσης θα πρέπει να γίνει χημική ανάλυση του εδάφους για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας του εδάφους σε θρεπτικά για τα φυτά στοιχεία (φώσφορος, κάλιο, μαγνήσιο και ασβέστιο) ώστε να δοθούν οι απαραίτητες συστάσεις λίπανσης.
Δεδομένου ότι, με βάση τα αποτελέσματα της μηχανικής ανάλυσης, το έδαφος κριθεί κατάλληλο για την εγκατάσταση της φυτείας, τότε θα πρέπει να γίνει όργωμα σε βάθος περίπου 40 cm και ψιλοχωμάτισμα του εδάφους, ενώ στη συνέχεια χαράσσονται οι θέσεις φύτευσης των δενδρυλλίων.
 
3.2. Άνοιγμα λάκκων

Οι λάκκοι έχουν διαστάσεις περίπου 50cm X 50cm. Συστήνεται όπως το άνοιγμα των λάκκων γίνεται με digger και όχι με αρίδα, καθώς η αρίδα συμπιέζει το έδαφος και δυσχεραίνει την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δέντρων.
 
3.3 Φύτευση

Τα νεαρά σπορόφυτα, ή τα εμβολιασμένα δενδρύλλια μεταφυτεύονται στην τελική τους θέση με μπάλα χώματος, σε αποστάσεις 7-10 μέτρων περίπου. Ανάλογα με την πυκνότητα φύτευσης φυτεύονται από 12 μέχρι 40 φυτά / δεκάριο. Προτείνεται η φύτευση σε αποστάσεις 7 X 7 μέτρα, δηλαδή 20 δέντρα στο δεκάριο.
Επειδή οι ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Κύπρο είναι δέντρα δίοικα, κατά την εγκατάσταση της φυτείας θα πρέπει να φυτεύονται θηλυκά και αρσενικά δένδρα για ικανοποιητική επικονίαση και γονιμοποίηση.
 
Η αναλογία αρσενικών σε σχέση με τα θηλυκά που συστήνεται σε μία χαρουποφυτεία είναι 1 αρσενικό για κάθε 8-10 θηλυκά δέντρα. Επίσης, είναι σημαντικό όπως οι επικονιαστές κατανέμονται τόσο περιμετρικά όσο και εντός της φυτείας και με συγκεκριμένη διάταξη/ μοτίβο έτσι ώστε να επιτυγχάνεται αποτελεσματική επικονίαση. Συγκεκριμένα, συστήνεται όπως οι επικονιαστές φυτεύονται σε κάθε τρίτη σειρά φύτευσης και ενδιάμεσα τους, εντός της γραμμής, να παρεμβάλλονται δύο θηλυκά δέντρα (όπως φαίνεται στο πιο κάτω διάγραμμα).
fiteusi
Μετά τη φύτευση τα δενδρύλια υποστυλώνονται. Ακολουθεί βαθύ πότισμα ενώ ακολουθεί ακόμη ένα πότισμα 2 εβδομάδες μετά. Για σκοπούς καλύτερης εγκατάστασης των φυτών, είναι σημαντικό όπως πραγματοποιηθεί άρδευση των νεαρών δενδρυλίων τουλάχιστο 5-8 φορές (ανάλογα με τον τύπο του εδάφους) κατά τη διάρκεια του πρώτου καλοκαιριού μετά τη φύτευση τους.
 
 
4. Άνθηση- Γονιμοποίηση-Καρποφορία

Η άνθηση αρχίζει από τα τέλη Αυγούστου και τελειώνει το Νοέμβριο και η επικονίαση γίνεται με τις μέλισσες και τον άνεμο. Αν οι συνθήκες επικονίασης δεν είναι ικανοποιητικές, τότε παρατηρείται έντονη πτώση ανθέων και μειωμένη καρπόδεση. Ο βαθμός επικονίασης είναι δυνατό να επηρεάσει επιπρόσθετα, το μέγεθος του καρπού (όσο πιο αποτελεσματική η επικονίαση τόσο πιο μεγάλο το μέγεθος του καρπού, σε σχέση πάντοτε με τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας).
Η δημιουργία, ανάπτυξη και ωρίμανση του καρπού διαρκεί σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο, από τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η άνθηση μέχρι και τον Αύγουστο του επόμενου έτους και διακρίνεται από τρία στάδια:
  • Στάδιο 1: Ξεκινά από το τέλος του φθινοπώρου και ολοκληρώνεται μέχρι το χειμώνα, όπου παρατηρείται πολύ βραδεία ανάπτυξη του καρπού.
  • Στάδιο 2: Διαρκεί καθ‘ όλη τη διάρκεια της άνοιξης μέχρι και την έναρξη του καλοκαιριού, όπου παρατηρείται πολύ ταχεία ανάπτυξη του καρπού.
  • Στάδιο 3: Κατά τη φάση αυτή (Ιούλιος- Αύγουστος), λαμβάνει χώρα η ωρίμανση η οποία συνοδεύεται με πολύ αργή ανάπτυξη του καρπού.
Η ωρίμανση του καρπού σηματοδοτείται από την αλλαγή του χρώματος του περικαρπίου από πράσινο σε καφέ και σημαντική μείωση των επιπέδων υγρασίας στον καρπό. Η περίοδος σύνθεσης σακχάρων στον καρπό παρατηρείται περί τα μέσα Ιουνίου με τα μέσα Ιουλίου.
 
 
5. Περιποίηση φυτείας μετά την εγκατάσταση
 
5.1 Κλάδεμα
5.1.1. Κλάδεμα σχηματισμού

Το κλάδεμα σχηματισμού εφαρμόζεται στα νεαρά δέντρα και αποσκοπεί στο να δώσει στο δέντρο το κατάλληλο σχήμα και ύψος ανάλογα με το είδος της φυτείας (εκτατική ή συστηματική) καθώς και τον τρόπο συγκομιδής (με το χέρι ή μηχανικά).
Στην περίπτωση εκτατικής φυτείας χαρουπιάς όπου η συγκομιδή θα πραγματοποιείται με το χέρι, το κλάδεμα που εφαρμόζεται δεν μεταβάλλει ουσιαστικά το φυσικό σχήμα και ανάπτυξη του δέντρου. Για το λόγο αυτό, πραγματοποιείται τα πρώτα χρόνια ένα πάρα πολύ ελαφρύ κλάδεμα το οποίο στοχεύει στην ανάπτυξη της κόμης του δέντρου περιμετρικά και στον περιορισμό του ύψους του δέντρου έτσι ώστε να διευκολύνεται αργότερα η συγκομιδή με το χέρι και να δημιουργείται ένα σχήμα ανοιχτού κυπέλλου στο δέντρο. Συγκεκριμένα, μέχρι το δέντρο να εισέλθει σε πλήρη καρποφορία, αφαιρούνται απλά οι βλαστοί που φύονται από τον κορμό (παραφυάδες). Αφού το δέντρο εισέλθει σε καρποφορία, τότε αφαιρούνται οι κατώτεροι βλαστοί, ηλικίας πέραν των δύο χρόνων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί κορμός στο δέντρο, ύψους γύρω στα 70 εκατοστά.
 
Στην περίπτωση συστηματικής φυτείας χαρουπιάς όπου η συγκομιδή θα πραγματοποιείται μηχανικά, τότε το κλάδεμα που εφαρμόζεται στοχεύει στο να δημιουργηθούν 4-5 ισχυροί βλαστοί, οι οποίοι θα πρέπει να κατανέμονται ομοιόμορφα γύρω από τον κορμό ύψους ενός μέτρου περίπου. Το κλάδεμα αυτό ευνοεί την ανάπτυξη του δέντρου προς τα πάνω και διευκολύνει τη μηχανική συγκομιδή.
 
5.1.2. Κλάδεμα καρποφορίας

Το κλάδεμα καρποφορίας πραγματοποιείται, κάθε 3-4 χρόνια περίπου, αμέσως μετά τη συγκομιδή και αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος, στην ανάπτυξη της νέας βλάστησης, στη αφαίρεση των παραφυάδων από τον κορμό καθώς και των ξηρών και συμπλεκόμενων κλάδων της κόμης με σκοπό την αύξηση του ηλιακού φωτός στο εσωτερικό της κόμης.
Είναι σημαντικό να εφαρμόζεται ελαφρύ κλάδεμα διότι τα αυστηρά κλαδέματα ευνοούν την εμφάνιση παρενιαυτοφορίας. Επίσης, μετά το κλάδεμα, καλό είναι όπως οι μεγάλες τομές επαλείφονται με ειδική αλοιφή εμβολιασμού, για την προστασία του ξύλου από διάφορους μικροοργανισμούς.
 
6. Συγκομιδή

Οι χαρουπιές εισέρχονται σε πλήρη παραγωγή μετά το 20ο χρόνο, όμως αρχίζουν να παράγουν μικρές ποσότητες καρπού, οι μεν εμβολιασμένες από τον τρίτο χρόνο, τα δε σπορόφυτα από το 5-6ο χρόνο. Τα δέντρα σε πλήρη παραγωγή παράγουν από μερικά κιλά μέχρι 400 κιλά ανά δέντρο. Οι αρδευόμενες φυτείες χαρουπιάς οι οποίες επιδέχονται τις απαραίτητες καλλιεργητικές φροντίδες και είναι εγκατεστημένες σε γόνιμα εδάφη μπορούν να φτάσουν πιο νωρίς σε πλήρη παραγωγή.
Τα δέντρα χαρουπιάς εμφανίζουν, όπως και οι ελιές, το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, δηλαδή δίνουν κανονική παραγωγή κάθε δύο χρόνια, ενώ ενδιάμεσα η παραγωγή είναι από πολύ μειωμένη μέχρι ανύπαρκτη. Το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας μπορεί να περιοριστεί σημαντικά στην περίπτωση που αποφεύγεται το αυστηρό κλάδεμα και η φυτεία αρδεύεται και επιδέχεται τις απαιτούμενες καλλιεργητικές φροντίδες.
 
 
Το αναλυτικό Εγχειρίδιο Βιολογικής Καλλιεργητικής Πρακτικής της Χαρουπιάς μπορείτε να το βρείτε εδώ.