Η διδακτορική διατριβή διερεύνησε την επίδραση του φύλου ως ασυμμετρία στις αλληλεπιδράσεις των παιδιών. Στην έρευνα συμμετείχαν παιδιά από δύο διαφορετικές ηλικιακές ομάδες (6-7 και 10-11 χρονών) με σκοπό να διερευνηθεί κατά πόσο η επίδραση του φύλου στις αλληλεπιδράσεις μικρότερων και μεγαλύτερων παιδιών. Το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της δουλειάς αποτελούν οι τρεις γενεές ερευνών που ξεκίνησαν από τη Γενεύη πριν από 30 χρόνια περίπου. Η έρευνα ακολούθησε το σχεδιασμό προ-τεστ, αλληλεπίδραση, μετά-τεστ. Τα παιδιά έπρεπε να επιλύσουν ένα χωροταξικό έργο πρώτα ατομικά, μετά σε ζευγάρια με ένα παιδί που είχε καλύτερη ή χειρότερη επίδοση από αυτά στο προ-τεστ (έτσι ώστε στα ζευγάρια να μπαίνουν πάντα παιδιά διαφορετικού αναπτυξιακού επιπέδου) και τέλος έλυναν το έργο ξανά ατομικά αμέσως μετά την αλληλεπίδραση (άμεσο μετά –τεστ) και δύο βδομάδες μετά (μετέπειτα μετά-τεστ). Τα μικρότερα παιδιά είχαν να λύσουν δύο τεστ που μετρούσαν τη γνώση τους για το κοινωνικό μαρκάρισμα των παιχνιδιών σε σχέση με το φύλο. Τα μεγαλύτερα παιδιά συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που μετρούσε συναισθήματα κατά την αλληλεπίδραση με μέλη του αντίθετου φύλου καθώς και στάσεις και στερεότυπα για το αντίθετο φύλο. Ο σκοπός αυτών των μετρήσεων ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ταυτότητας του φύλου, συμπεριφοράς στην αλληλεπίδραση και γνωστικής προόδου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στα μικρότερα παιδιά, το φύλο έχει επίδραση στη συμπεριφορά και στις στρατηγικές που χρησιμοποιούν. Μπορεί κάθε ζευγάρι να έχει κοινό στόχο την επίλυση του προβλήματος όμως η συμπεριφορά των παιδιών φαίνεται να συνδέεται με τις διαφορετικές κοινωνικές αναπαραστάσεις του φύλου. Αυτή όμως η επίδραση του φύλου φάνηκε ότι μειώνεται με την ηλικία. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν επηρεάζει τις αλληλεπιδράσεις μεγαλύτερων παιδιών αλλά ότι το φύλο δεν έχει τόσο έκδηλη επίδραση στη συμπεριφορά. Παρόλα αυτά, κάποια μεγαλύτερα παιδιά παραμένουν με κάποιες στερεοτυπικές αντιλήψεις και σε αυτά τα παιδιά παρατηρείται κάποια επίδραση του φύλου στη γνωστική τους πρόοδο. Επομένως το φύλο ίσως δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά αλλά μπορεί να επηρεάσει στο επίπεδο της αφηρημένης σκέψης. Τα ευρήματα συζητούνται με βάση προϋπάρχουσες έρευνες και θεωρίες.
 
 
Ο στόχος της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της παρούσας κατάστασης της ψυχοκοινωνικής και της γνωστικής ανάπτυξης των φοιτητών καθώς και της διαφοροποίησης της στα χρόνια της ανώτατης εκπαίδευσης ενός ατόμου στα Ελληνοκυπριακά Πανεπιστήμια. Στο θεωρητικό τομέα, η διατριβή εξετάζει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ψυχοκοινωνική και γνωστική ανάπτυξη σε τέσσερα επίπεδα ανάλυσης μέσα από μια τριαδική επιστημολογία του υποκείμενου-αντικείμενου-άλλου. Λαμβάνοντας υπόψη την θεωρία ηθικής και γνωστικής ανάπτυξης του Perry ως σημείο εκκίνησης, πρώτα μελετάται ο τρόπος που ο Perry επηρεάστηκε από τους Piaget και Kohlberg σε σχέση με την διατύπωση μιας θεωρίας των σταδίων και ακολούθως συζητείται το πώς η θεωρία του Perry επηρέασε τις πιο σύγχρονες θεωρίες μετα-τυπικής σκέψης της γνωστικής ανάπτυξης. Προβάλλεται το επιχείρημα πως όλες οι θεωρίες σταδίου εξαρτώνται πάνω σε μια δομική ανάγνωση της Πιαζετινής θεωρίας καταστέλλοντας τις αναφορές στην κοινωνιοψυχολογική θεωρία του Piaget και συγκεκριμένα τον ρόλο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην γνωστική ανάπτυξη. Αυτή η διατριβή παρουσιάζει την κριτική που ασκήθηκε από τον Riegel και το διαλεκτικό πλαίσιο στην προσπάθεια του να απομακρυνθεί από το ατομικιστικό παράδειγμα, όμως ταυτόχρονα αναδεικνύει τα προβλήματα αυτών των αρχικών προσπαθειών. Αυτό το πρόβλημα επανορθώνεται μέσα από μια συζήτηση των τρόπων με τους οποίους σύγχρονοι κοινωνιο-πολιτισμικοί θεωρητικοί κατανόησαν την ανθρώπινη ανάπτυξη στις πιο σύγχρονες τους θεωρίες. Περαιτέρω, η διατριβή μελετά την κοινωνιο-ψυχολογική θεωρία στην Πιαζετινή προσέγγιση και την θεωρητική εξέλιξη του μέσα από διαδοχικές γενεές έρευνας στην κοινωνική αλληλεπίδραση και γνωστική ανάπτυξη. Ακολούθως, προτείνεται ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ανθρώπινης ανάπτυξης ως μια κοινωνιο-ψυχολογική διαδικασία και το οποίο επαναφέρει τον κεντρικό ρόλο των κοινωνικών σχέσεων σε σημαντικά γνωστικά και ψυχοκοινωνικά αναπτυξιακά αποτελέσματα όπως αυτά της τυπικής σκέψης, του ενδιαφέροντος για πραγματική μάθηση, της ανεκτικότητας, της δέσμευσης σε μελλοντικά σχέδια και του αισθήματος αυτό-καθορισμού. Τα αποτελέσματα της διατριβής, πέραν της παρουσίασης μιας περιγραφής του προφίλ και της ανάπτυξης των φοιτητών πανεπιστημίου για πρώτη φορά στο Κυπριακό πλαίσιο, ξεκαθαρίζουν το ρόλο του φύλου και του κοινωνικο-οικονομικού καθεστώτος στην ανάπτυξη. Επιπλέον, η διατριβή επιχειρεί τη συνάρθρωση των τεσσάρων επιπέδων ανάπτυξης του Doise (1986) μέσα από την ενσωμάτωση του ρόλου της κοινοτικής συλλογικής ταυτότητας και ιδεολογικών μεταβλητών σε ένα κοινωνιο-πολιτισμικό μοντέλο ανάπτυξης των φοιτητών πανεπιστημίων. Τα δεδομένα συλλέγησαν με διαχρονική έρευνα ερωτηματολογίου. Ένα ερωτηματολόγιο με αξιόπιστες κλίμακες κατασκευάστηκε μετά από αριθμό πιλοτικών δοκιμασιών. Οι κλίμακες βασίζονται στο θεωρητικό πλαίσιο του σχήματος του Perry (1998), της θεωρίας της κοινωνικής ψυχολογίας του Piaget και της θεωρίας των διανυσμάτων της ταυτότητας των Chickering και Reisser (1993). Οι ερωτήσεις δημιουργήθηκαν βάσει των θεωριών που αναφέρονται στη διατριβή στα σχετικά θέματα των δύο υπό διερεύνηση περιοχών ανάπτυξης. Το ερωτηματολόγιο χορηγήθηκε σε δύο διαφορετικά ακαδημαϊκά έτη. Τα ευρήματα της έρευνας προτείνουν ότι παρατηρούνται ήσσονος σημασίας αλλαγές κατά τη διάρκεια των φοιτητικών χρόνων. Δίδεται σημασία στο ρόλο του φύλου, της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης και κλάδου σπουδών, ενώ με τη βοήθεια ιεραρχικών παλινδρομήσεων, σταυρωτών διαχρονικών συσχετίσεων και την δημιουργία ενός μοντέλου δομικών εξισώσεων, η διατριβή προτείνει μια πιο ολοκληρωμένο και ξεκάθαρο μοντέλο για τον κεντρικό ρόλο των κοινωνικών σχέσεων σε σχέση με την γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των φοιτητών.