6.1.1.  Κανόνες Πειθαρχικού Ελέγχου του Ακαδημαϊκού και άλλου     Εκπαιδευτικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου

1       ΓΕΝΙΚΕΣ αρχεσ

1.1      Κάθε μέλος του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, όπως αυτά ορίζονται στο αρ. 21 (1), (3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμων του 1989 έως και 2013, υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο.

 

1.2      Ο Πρύτανης και οι Αντιπρυτάνεις δεν υπόκεινται σε πειθαρχικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της θητείας τους παρά μόνο μετά τη λήξη της.  Κατεξαίρεση και για ειδικούς λόγους, όπως η βαρύτητα του φερόμενου πειθαρχικού αδικήματος ή η συνέπεια παρέλευσης χρόνου εις βάρος του θιγόμενου τρίτου, ο Πρύτανης και οι Αντιπρυτάνεις ελέγχονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους με την ειδική διαδικασία του Κανόνα 7.

 

1.3      Η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία επί των πειθαρχικών αδικημάτων αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου (ΕΠΕ). Τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία ασκεί η Σύγκλητος, η οποία αποφασίζει οριστικά και τελεσίδικα.

 

1.4      Η ΕΠΕ δεν εξετάζει καταγγελία ή/και διακόπτει την εξέταση καταγγελίας που αποτελεί ή έχει αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας μέχρις ότου αυτή λάβει οριστικό τέλος˙  ούτε και δύναται να επανέλθει επί του ιδίου ζητήματος μετά την έκδοση αθωωτικής απόφασης από το Δικαστήριο. 

 

1.5      Μέλος του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού που απέβαλε την ως 1.1  ιδιότητά του με οποιοδήποτε τρόπο δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο∙ ωστόστο η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου που έχει τυχόν αρχίσει συνεχίζεται και μετά την αποβολή της ιδιότητάς του με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.

 

1.6      Για κάθε ζήτημα πειθαρχικού ελέγχου που δεν ρυθμίζεται ρητά από τους παρόντες Κανόνες, η ΕΠΕ και η Σύγκλητος, προκειμένου περί πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας διαδικασίας αντίστοιχα, έχουν εξουσία να το ρυθμίσουν με τον κατά την κρίση τους προσφορότερο τρόπο.

 

1.7      Η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου αποτελεί διοικητικής φύσης διαδικασία.

 

2       ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ

2.1      Γενικά, πειθαρχικό αδίκημα από μέλος του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού αποτελεί κάθε είδους παραβίαση της υφιστάμενης νομοθεσίας, των Κανονισμών και Κανόνων του Πανεπιστημίου, και κάθε είδους συμπεριφορά μέλους του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού που δεν συνάδει με την ιδιότητά του και/ή αξίωμα που κατέχει.  Ενδεικτικά, πειθαρχικό αδίκημα κατά τα άνω συνιστά:

 

2.1.1    Η πλημμελής, ασυνεπής και εν γένει μη προσήκουσα εκπλήρωση των διδακτικών, ερευνητικών και διοικητικών του υποχρεώσεων.

2.1.2    Η εκπρόθεσμη υποβολή βαθμολογίας άνευ έγκρισης εκ των προτέρων ή άνευ επαρκούς αιτιολόγησης.

2.1.3    Η μη διάθεση εύλογου χρόνου παρουσίας σε συστηματική βάση που δεν δικαιολογείται από λόγους εκπαιδευτικούς ή υγείας.

2.1.4    Η ελλιπής συνεργασία με τα θεσμικά όργανα του Πανεπιστημίου και τους φοιτητές, εφόσον αυτή οδηγεί στην παρακώλυση του εκπαιδευτικού, διοικητικού και άλλου έργου του Πανεπιστημίου Κύπρου.

2.1.5    Η επί δυο φορές αδικαιολόγητη απουσία από συνεδρίες συλλογικού οργάνου του Πανεπιστημίου Κύπρου στα οποία συμμετέχει κατόπιν διορισμού ή εκλογής.

2.1.6    Η ανακριβής χρήση ακαδημαϊκής βαθμίδας ή αντιποίηση τίτλου.

2.1.7    Η σκαιά, μεροληπτική, ανοίκεια, και γενικότερα ανάρμοστη  συμπεριφορά προς άλλα μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, και γενικότερα κάθε συμπεριφορά που δεν συνάδει με την ακαδημαϊκή ιδιότητα.

2.1.8    Η παραβίαση κανόνων ασφαλείας του Πανεπιστημίου.

2.1.9    Η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας.

2.1.10 Η σεξουαλική παρενόχληση ή άσεμνη επίθεση εναντίον άλλου μέλους της Πανεπιστημιακής Κοινότητας.

2.1.11 Η ψευδής καταγγελία κατά μέλους της Πανεπιστημιακής Κοινότητας.

2.1.12 Η οποιαδήποτε κατάχρηση εξουσίας για προσωπικό όφελος.

2.1.13 Η άσκηση εξωπανεπιστημιακών ασχολιών που οδηγούν σε οποιαδήποτε σύγκρουση συμφέροντος με τα καθήκοντά του.

2.1.14 Η μη εγκατάσταση στην Κύπρο μετά την εκλογή ή το διορισμό του.

2.1.15 Η άδικη, εκδικητική, ή μεροληπτική μεταχείριση μελών της Πανεπιστημιακής Κοινότητας.

2.1.16 Η χρήση για προσωπικούς σκοπούς της περιουσίας του Πανεπιστημίου.

2.1.17 Η συνδρομή, παρακίνηση ή διευκόλυνση τέλεσης πειθαρχικών αδικημάτων, όπως και η συγκάλυψη ή ανοχή τους.

3       Επιτροπη Πειθαρχικου Ελεγχου και ερευνωντεσ λειτουργοι

3.1      Η ΕΠΕ είναι τριμελής πλέον επιπρόσθετου αναπληρωματικού μέλους˙ όλα τα μέλη της βρίσκονται στη βαθμίδα του Καθηγητή.

 

3.2      Όλα τα μέλη της ΕΠΕ διορίζονται από τη Σύγκλητο, η οποία ορίζει μεταξύ τους την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής.  Ο διορισμός επικυρώνεται από το Συμβούλιο.

 

Η θητεία των μελών της ΕΠΕ είναι τριετής.

 

3.3      Η Σύγκλητος διορίζει δύο μέλη του Ακαδημαϊκού Προσωπικού που βρίσκονται στη βαθμίδα του Καθηγητή και προέρχονται από διαφορετικές Σχολές ως Ερευνώντα Λειτουργό και Αναπληρωτή Ερευνώντα Λειτουργό, αντίστοιχα.

 

Η θητεία του Ερευνώντα Λειτουργού και του Αναπληρωτή Ερευνώντα Λειτουργού είναι τριετής.

 

3.4      Χρέη Γραμματέα της ΕΠΕ εκτελεί ο Νομικός Λειτουργός του Πανεπιστημίου.

 

3.5      ‘Οποτε η Σύγκλητος διαπιστώσει άρνηση ή παράλειψη της ΕΠΕ να ασκήσει τη δικαιοδοσία της εντός εύλογου χρόνου, θεμελιώνεται πειθαρχικό αδίκημα των μελών της ΕΠΕ.  Τότε τα μέλη της ΕΠΕ παύονται και παραπέμπονται αυτεπάγγελτα από τη Σύγκλητο με κατηγορητήριο στην ΕΠΕ που θα διοριστεί ευθύς αμέσως.  Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία που προνοείται στους Κανόνες 4.5 και εντεύθεν.

 

3.6    Κατ΄ αναλογία, θεμελιώνεται πειθαρχικό αδίκημα του Ερευνώντα Λειτουργού όποτε η ΕΠΕ διαπιστώσει άρνηση ή παράλειψή του να ασκήσει τη δικαιοδοσία του εντός εύλογου χρόνου.  Τότε η ΕΠΕ:

 

            (α)       Βεβαιώνει την άρνηση ή παράλειψη του Ερευνώντα Λειτουργού προς τη Σύγκλητο και προτείνει στη Σύγκλητο την παύση του.

 

            (β)       Εξετάζει αυτεπάγγελτα το πειθαρχικό αδίκημα.

4       ΔΙΑΔΙΚΑΣιΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟυ ΕΛεΓΧΟΥ - προκαταρkτικο σταδιο

4.1      Η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου αρχίζει με την υποβολή υπογεγραμμένης έγγραφης καταγγελίας εναντίον μέλους του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού στην/στον Πρόεδρο της ΕΠΕ ως εξής:

 

(α)          Από το άμεσα θιγόμενο μέλος της Πανεπιστημιακής Κοινότητας.

(β)          Από την/τον Πρόεδρο Τμήματος και την/τον Κοσμήτορα της οικείας Σχολής όταν πρόκειται για γεγονότα που περιέπεσαν στην αντίληψή τους, τα οποία αφορούν τις αρμοδιότητές τους και συνιστούν, κατά την κρίση τους, πειθαρχικό αδίκημα.

(γ)          Από τον Πρύτανη ή/και Αντιπρύτανη, μετά από ενημέρωση του Πρύτανη, όταν πρόκειται για γεγονός που περιέπεσε στην αντίληψή του, το οποίο αφορά γενικότερο θεσμικό ζήτημα και συνιστά, κατά την κρίση του, πειθαρχικό αδίκημα.

(δ)          Αυτεπάγγελτα από τον Ερευνώντα Λειτουργό κατά τις πρόνοιες του Άρθρου 4.11.

 

4.2      Ο Πρόεδρος της ΕΠΕ παραπέμπει αμελλητί την καταγγελία στον Ερευνώντα Λειτουργό για διερεύνηση και τυχόν σύνταξη κατηγορητηρίου.

 

Νοείται ότι η καταγγελία που υποβάλλεται από τον Ερευνώντα Λειτουργό κατά τις πρόνοιες του Κανόνα 4.1 (δ) παραπέμπεται στον Αναπληρωτή Ερευνώντα Λειτουργό.

 

Ο Ερευνώντας Λειτουργός ενημερώνει το υπο διερεύνηση μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού για την εναντίον του υπόθεση και ειδικότερα για τη φύση και την αιτία της καταγγελίας, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να δίδεται αυτούσια η καταγγελία.

 

4.3      Ο Ερευνών Λειτουργός είναι αρμόδιος για τα ακόλουθα:

(α) τη διαπίστωση του εκ πρώτης όψεως βασίμου της καταγγελίας, και να συλλέξει μαρτυρικό υλικό και/ή να λάβει προφορικές ή/και γραπτές καταθέσεις σχετικά με την καταγγελία από πρόσωπα που γνωρίζουν οτιδήποτε για τα γεγονότα.

 

(β) τη σύνταξη και υποβολή κατηγορητηρίου προς την ΕΠΕ.

 

4.4      Σε περίπτωση που η καταγγελία διαπιστώνεται ως κατ’ ουσίαν όλως αβάσιμη, ο Ερευνών Λειτουργός, επί ποινή πειθαρχικού αδικήματος, αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόφασή του και την υποβάλλει στον Πρόεδρο της ΕΠΕ.  Νοείται ότι η ΕΠΕ έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον Ερευνώντα Λειτουργό περαιτέρω αιτιολόγηση εάν το κρίνει αναγκαίο. Στην περίπτωση αυτή , η ΕΠΕ ενημερώνει γραπτώς τον καταγγέλοντα και τον καταγγελόμενο ότι η καταγγελία διαπιστώνεται ως κατ΄ουσίαν όλως αβάσιμη, χωρίς όμως να δίδεται οποιοδήποτε μαρτυρικό υλικό ή άλλο υλικό τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής και/ή του Ερευνώντα Λειτουργού και η υπόθεση αρχειοθετείται ως «Μη Πειθαρχικής Φύσεως Υπόθεση».

 

4.5      Η ενώπιον της ΕΠΕ πειθαρχική διαδικασία ενεργοποιείται με την υποβολή του κατηγορητηρίου.

 

4.6      Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει απαραίτητα:

(α)       τα στοιχεία του πειθαρχικά διωκόμενου,

   (β)       το πειθαρχικό αδίκημα και τη συγκεκριμένη διάταξη της Νομοθεσίας η οποία φέρεται να παραβιάστηκε, και

(γ)       την ταυτότητα της πράξης, δηλαδή  τις περιστάσεις, και τον τόπο, χρόνο και συνθήκες τέλεσής της, κατά τρόπο συνοπτικό.

Μαζί με το κατηγορητήριο κατατίθενται όλα τα σχετικά έγγραφα και μαρτυρίες που τεκμηριώνουν εκ πρώτης όψεως τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος.

 

4.7    Αφού λάβει το κατηγορητήριο, ο Πρόεδρος της ΕΠΕ μεριμνά αμελλητί για την κλήση του πειθαρχικά διωκόμενου, με επίδοση κλήσης τύπου ως το Παράρτημα Ι, στην οποία επισυνάπτεται το κατηγορητήριο μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα, μαρτυρίες και καταθέσεις που κατατέθηκαν από τον Ερευνώντα Λειτουργό∙ ο πειθαρχικά διωκόμενος παραλαμβάνει την κλήση υπογράφοντας στο αντίγραφό της.

 

4.8      Η ΕΠΕ ορίζει ημερομηνία για την ακρόαση της υπόθεσης όχι αργότερα από 40 εργάσιμες ημέρες και όχι νωρίτερα από 30 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης και των επισυνημμένων της ως 4.7 στον πειθαρχικά διωκόμενο.

         

4.9      Η ΕΠΕ δύναται να καλέσει μάρτυρες και να απαιτήσει την προσέλευσή τους ενώπιόν της κατά την ακρόαση. Ο κατάλογος των μαρτύρων διαβιβάζεται στον πειθαρχικά διωκόμενο 15 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν την ακρόαση∙ άλλως αυτός έχει δικαίωμα να ζητήσει ανάλογη αναβολή της ακρόασης

 

4.10   Ο πειθαρχικά διωκόμενος δικαιούται να καλέσει μάρτυρες ενώπιον της ΕΠΕ κατά την ακρόαση∙ υποχρεούται, όμως, τότε να γνωστοποιήσει τους μάρτυρες στην ΕΠΕ τουλάχιστον 10 ημέρες πριν την ακρόαση∙ άλλως η ΕΠΕ δύναται να αναβάλει αναλόγως την ακρόαση

 

4.11   Εάν τυχόν από τη διερεύνηση της καταγγελίας από τον Ερευνώντα Λειτουργό διαφανούν ενέργειες ή/και πράξεις που ενδεχομένως συνιστούν διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από οποιοδήποτε μέλος του Ακαδημαϊκού  και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, ο Ερευνών Λειτουργός υποβάλλει επί τούτου έγγραφη καταγγελία στον Πρόεδρο της ΕΠΕ.

5       ΔΙΑΔΙΚΑΣιΑ ενωπιον της επε

5.1      Η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου ενώπιον της ΕΠΕ διεξάγεται με τον ίδιο κατά το δυνατό τρόπο όπως η διαδικασία ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά.

 

5.2      Η ΕΠΕ δύναται να υποστηριχθεί από δικηγόρο κατά την ενώπιόν της διαδικασία.

Ο πειθαρχικά διωκόμενος δικαιούται να εμφανιστεί με δικηγόρο.

 

5.3      Καθόλη τη διαδικασία ενώπιον της ΕΠΕ τηρούνται λεπτομερή πρακτικά.

 

5.4      Καθόλη τη διαδικασία η ΕΠΕ έχει διακριτική εξουσία να:

(α)          Zητήσει προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την/τις κατηγορία/ες.

(β)          Αποδεχτεί οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική μαρτυρία, ανεξαρτήτως αν αυτή θα γινόταν αποδεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία.

(γ)          Αναβάλλει τη διαδικασία εντός ευλόγου χρόνου.

 

5.5      Η διαδικασία ενώπιον της ΕΠΕ ξεκινά με την ανάγνωση του κατηγορητηρίου από τον Ερευνώντα Λειτουργό. Ο πειθαρχικά διωκόμενος απαντά κατά πόσο παραδέχεται ή όχι.

 

5.6      Σε περίπτωση μη παραδοχής:

(α)  Ο Ερευνών Λειτουργός παρουσιάζει όλη τη σχετική έγγραφη ή/και προφορική μαρτυρία και εξετάζει τους                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         μάρτυρες που έχει καλέσει η ΕΠΕ.  Ο πειθαρχικά διωκόμενος διατηρεί το δικαίωμα αντεξέτασής τους.

(β)  Ο πειθαρχικά διωκόμενος δύναται να καταθέσει και ακολούθως παρουσιάζει τους μάρτυρες που έχει καλέσει και τους εξετάζει.  Ο Ερευνών Λειτουργός δύναται να τους αντεξετάσει.

(γ)     Η ΕΠΕ έχει την ευχέρεια να υποβάλει ερωτήσεις προς όλους τους μάρτυρες.

 

(δ)   Με το πέρας της κατάθεσης όλης της μαρτυρίας, ο πειθαρχικά διωκόμενος έχει το δικαίωμα νααγορεύσει, και ο Ερευνών Λειτουργός δύναται τότε να αγορεύσει σε απάντηση.

 

5.7      Νοείται ότι σε περίπτωση που ο πειθαρχικά διωκόμενος δεν εμφανιστεί, η διαδικασία διεξάγεται, με απόδειξη επίδοσης της κλήσης, ερήμην του. 

Τότε ο Ερευνών Λειτουργός παρουσιάζει όλη τη σχετική έγγραφη ή/και προφορική μαρτυρία, και δύναται να εξετάσει τους μάρτυρες που έχει καλέσει η ΕΠΕ.  Η ΕΠΕ έχει την ευχέρεια να υποβάλει ερωτήσεις προς τους μάρτυρες.  Ο Ερευνών Λειτουργός αποχωρεί από τη διαδικασία πριν τη λήψη της απόφασης.

 

5.8      Η ΕΠΕ διερευνά τη βασιμότητα της κατηγορίας τηρουμένης πάντοτε της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και, με εμπεριστατωμένη εκτίμηση των στοιχείων που έχει ενώπιόν της, αποφασίζει περί της ενοχής ή μη∙  νοείται ότι η ενοχή πρέπει να διαπιστώνεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. 

Ο πειθαρχικά διωκόμενος μπορεί να κριθεί ένοχος για όλα ή ορισμένα εκ των πειθαρχικών αδικημάτων για τα οποία διώκεται∙ απαλλάσσεται από τις κατηγορίες για τις οποίες δεν κριθεί ένοχος.

 

5.9      Εάν ο πειθαρχικά διωκόμενος κριθεί ένοχος, αυτός έχει δικαίωμα να ακουστεί για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.

 

5.10   Η ΕΠΕ μπορεί να επιβάλει μια ή περισσότερες πειθαρχικές ποινές κατά τους Κανόνες 8.1 έως και 8.2.  Η εκτέλεση των ποινών αναστέλλεται για 15 εργάσιμες ημέρες ώστε να έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ως ο Κανόνας 6.2.

 

5.11   Η ΕΠΕ εκδίδει επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο και επιδίδεται στον πειθαρχικά διωκόμενο

6       ΔΙΑΔΙΚΑΣιΑ εφεσησ

6.1      Ο καταδικασθείς δύναται να ασκήσει έφεση εναντίον της απόφασης ενοχής, εναντίον της απόφασης επιβολής ποινής, ή εναντίον και των δύο.  Προς τούτο ο εφεσείων καταθέτει γραπτή έφεση που εκθέτει τους λόγους της έφεσης.

 

6.2      Η έφεση ασκείται ενώπιον της Συγκλήτου εντός 15 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της απόφασης της ΕΠΕ, και εκδικάζεται εντός σαράντα πέντε εργάσιμων ημερών από την άσκησή της.

6.3      Με την άσκηση έφεσης η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής  αναστέλλεται περαιτέρωμέχρι την εκδίκαση της έφεσης, οπότε η απόφαση καθίσταται οριστική.

 

6.4    Ο Πρόεδρος της Συγκλήτου μεριμνά για την ειδοποίηση του εφεσείοντα για την ημερομηνία εκδίκασης της έφεσης.

 

6.5    Ο εφεσείων δικαιούται να εμφανιστεί με δικηγόρο κατά την εκδίκαση της έφεσης.

 

6.6    Κατά την εκδίκαση της έφεσης δεν μετέχουν μέλη της Συγκλήτου που είχαν οιανδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση.

 

6.7    Κατά την εκδίκαση της έφεσης τηρούνται λεπτομερή πρακτικά.

 

6.8    Η διαδικασία εκδίκασης της έφεσης ενώπιον της Συγκλήτου διεξάγεται ως εξής:

(α)          Παρουσιάζονται εκ μέρους του εφεσείοντα,, ως εναρκτήρια δήλωση, οι λόγοι της έφεσης.

(β)          Η Σύγκλητος δύναται να υποβάλει ερωτήσεις επ΄αυτών.

(γ)          Εξετάζονται και αντεξετάζονται ατομικά τυχόν μάρτυρες.  (Ο κάθε μάρτυρας αποχωρεί με το πέρας της μαρτυρίας του.)

(δ)          Ο εφεσείων δύναται να προβεί σε τελική δήλωση.

 

6.9    Η Σύγκλητος εξετάζει τους λόγους της έφεσης και αποφασίζει τελεσίδικα:

(α)          επί της πρωτοβάθμιας απόφασης περί ενοχής, είτε επικυρώνοντας την, είτε απαλάσσοντας τον εφεσείοντα ή/και

(β)          επί της επιβληθείσης ποινής, με μόνη δικαιοδοσία τη μείωσή της.

 

6.10 H Σύγκλητος εκδίδει επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Συγκλήτου και, επιδίδεται στον εφεσείοντα.

7       ΕΙΔΙΚη ΔΙΑΔΙΚΑΣιΑ

7.1      Η ειδική διαδικασία ενεργοποιείται με την υποβολή έγγραφης και ενυπόγραφης καταγγελίας εις βάρος Πρύτανη ή Αντιπρύτανη από μέλος της Πανεπιστημιακής κοινότητας προς τους Κοσμήτορες των Σχολών.

 

7.2      Ο αρχαιότερος των Κοσμητόρων στην υπηρεσία του Πανεπιστημίου στη θέση του Καθηγητή συγκαλεί υποχρεωτικά και αμέσως Ειδική Συνεδρία των Κοσμητόρων των Σχολών, της οποίας προεδρεύει.  Οι Κοσμήτορες των Σχολών αποφασίζουν με αυξημένη πλειοψηφία των 3/4 του συνόλου των Κοσμητόρων ότι συντρέχουν οι ειδικοί λόγοι στον Κανόνα 1.2.  Ο προεδρεύων της Συνεδρίας διαβιβάζει την απόφαση μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα στον Πρόεδρο της ΕΠΕ.

 

7.3      Σε περίπτωση που έχει διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι ειδικοί λόγοι, ο Πρόεδρος της ΕΠΕ παραπέμπει αμελλητί την καταγγελία στον Ερευνώντα Λειτουργό για διερεύνηση και τυχόν σύνταξη κατηγορητηρίου κατά τον Κανόνα 4.2 και η διαδικασία συνεχίζεται κατά τους Κανόνες 4.3 έως και 4.1.1, και 5.  

 

7.4      Σε περίπτωση άσκησης έφεσης από τον Πρύτανη ή Αντιπρύτανη κατά της απόφασης της ΕΠΕ, ακολουθείται η διαδικασία που προνοείται στον Κανόνα 6.  Νοείται ότι ο εφεσείων Πρύτανης ή Αντιπρύτανης συμμετέχει στη διαδικασία μόνο υπό την ιδιότητά του ως διάδικο μέρος.

8       ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

8.1      Προνοούνται οι ακόλουθες ποινές:

(α)    Γραπτή επίπληξη.

(β)    Διακοπή της τρέχουσας ετήσιας προσαύξησης.

(γ)     Αναβολή ετήσιας προσαύξησης για περίοδο μέχρι και δύο έτη.

 (δ)    Χρηματικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις συνολικές   απολαβές   τριών μηνών.

(ε)     Υποβιβασμός της μισθοδοτικής κλίμακας στην αμέσως κατώτερη βαθμίδα της θέσης.

(στ)   Στέρηση δικαιώματος εκλογής σε αιρετές θέσεις ή σε θέσεις σε συλλογικά όργανα του Πανεπιστημίου

(ζ)     Στέρηση του προνομίου διορισμού σε Επιτροπές (συμπεριλαμβανομένων των Επιτροπών Συμβουλίου και Συγκλήτου και εξαιρουμένων των Ειδικών Επιτροπών, μέχρι και ένα έτος.

(η)     Έκπτωση από τις αιρετές θέσεις και τις θέσεις σε συλλογικά όργανα του Πανεπιστημίου στις οποίες ο καταδικασθείς έχει εκλεγεί ή διοριστεί, συμπεριλαμβανομένων των Επιτροπών Συμβουλίου και Συγκλήτου και εξαιρουμένων των Ειδικών Επιτροπών.

(θ)    Υποχρεωτική αργία για ένα ή δύο συνεχόμενα εξάμηνα.

(ι)     Αναγκαστική αφυπηρέτηση.

 (κ)    Απόλυση.

 

8.2      Οι ποινές μπορούν να επιβληθούν σωρευτικά, τηρούμενης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας.

8.3      Οι ποινές διαγράφονται ως εξής:

8.3.1    Η ποινή (α) ένα έτος μετά την επιβολή της.

8.3.2    Οι ποινές (β) και (γ) δύο έτη μετά την επιβολή τους.

8.3.3   Οι ποινές (δ), (ε), και (ζ) τρία έτη μετά την επιβολή τους.

8.3.4   Η ποινή (η) τέσσερα έτη μετά την επιβολή της.

8.4       Νοείται ότι ο Πρύτανης και ο Αντιπρύτανης εκπίπτει αυτοδικαίως του αξιώματός του εάν του επιβληθεί και καταστεί οριστική μία των ποινών (η), (θ) και (ι).

 

 


Τύπος Κλήσης (Κανόνας 4.7)

 

Καλείστε να εμφανιστείτε ενώπιον της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου του Πανεπιστημίου Κύπρου στην Αίθουσα…………………………. του Πανεπιστημίου Κύπρου, για την ακρόαση διαδικασίας πειθαρχικού ελέγχου έναντίον σας∙ επισυνάπτεται το σχετικό κατηγορητήριο.

 

Επισυνάπτονται:

 

(1)  Κανονισμοί και Κανόνες

(2)  Κατηγορητήριο

(3)  Τα ακόλουθα αριθμημένα σχετικά έγγραφα (ως ο Κανόνας 4.7):

 

………………………….20……..

 

Υπογραφή………………………………

 

Πρόεδρος Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου

 

ΠΑΡΕΛΗΦΘΕΙ:

 

…………………………………………….

(Ονοματεπώνυμο)

 

 

 

……………………………………………..

(Υπογραφή)

 

 

 

 

 

 

Οι Παρόντες Κανόνες καταργούν και αντικαθιστούν τους Κανόνες  Πειθαρχικού Ελέγχου του Ακαδημαϊκού και άλλου Εκπαιδευτικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου όπως αυτοί εγκρίθηκαν κατά τη 49η Συνεδρία του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου (10 και 17 Νοεμβρίου, 1998) και τροποποιήθηκαν κατά την 65η Συνεδρία του (21 Δεκεμβρίου, 1999).

 

 

Οι παρόντες Κανόνες εγκρίθηκαν κατά τη 239η Συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 8 Σεπτεμβρίου 2014, και τροποποιήθηκαν κατά την 283η συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών ημερ. 11/12/2015 και κατά τη συνεδρία 9/2017 της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών ημερ. 17/05/2017.